- πομάδα
- η помада
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πομάδα — η, Ν (καλλυντ.) μαλακή και αρωματισμένη λιπαρή αλοιφή, χρησιμοποιούμενη ως καλλυντικό τού δέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. pomada (ιταλ. pomata) < ιταλ. pomo «μήλο» < λατ. pomum «φρούτο, μήλο», λόγω τού ότι ως αρχικό συστατικό τής αλοιφής… … Dictionary of Greek
-άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ … Dictionary of Greek
μυραλοιφή — η (ΑΜ μυραλοιφή) νεοελλ. είδος ευώδους αλοιφής, παχύμυρο, πομάδα (μσν. αρχ.) η επάλειψη με μύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ἀλοιφή] … Dictionary of Greek
ξυλόλη — η (φαρμ.) μίγμα τριών ξυλενίων που χρησιμοποιείται στη μικροσκοπία και στην ιατρική, σε διάλυμα ή ως πομάδα, για τη θεραπεία τής φθειρίασης … Dictionary of Greek
παχύμυρο — το αρωματική αλοιφή για θεραπευτική ή καλλυντική χρήση, μυραλοιφή, πομάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + μύρο. Η λ., στον πληθ. παχύμυρα, μαρτυρείται από το 1873 στο περιοδικό Ὅμηρος] … Dictionary of Greek
pomadă — POMÁDĂ, pomezi, s.f. 1. Preparat cosmetic parfumat, obţinut din substanţe grase, cu care se unge părul, barba, mustăţile, pielea. 2. Produs farmaceutic de uz intern, preparat dintr o materie grasă (lanolină, vaselină etc.), în care s au… … Dicționar Român